Εδώ Πεθαίνουμε: Μια Κοινωνία που Σβήνει και Κανείς Δεν Μιλάει
Εδώ Πεθαίνουμε: Μια Κοινωνία που Σβήνει και Κανείς Δεν Μιλάει
Οι μέρες μοιάζουν ίδιες. Ξημερώνει και βραδιάζει πάνω σε μια κοινωνία ετοιμοθάνατη, μια χώρα που αργοπεθαίνει σαν ξεχασμένος γέροντας σε κρύο δωμάτιο. Οι άνθρωποι γύρω μας δεν χαμογελούν πια. Δεν έχουν λόγο να χαμογελούν. Περπατούν σκυφτοί, σέρνουν τα βήματά τους σαν φυλακισμένοι μιας μοίρας που δεν διάλεξαν.
Στα σπίτια, τα τραπέζια είναι άδεια. Το φαγητό λιγοστεύει, οι γονείς στερούνται για να φάνε τα παιδιά τους, οι ηλικιωμένοι μετράνε τα κέρματα για μια φραντζόλα ψωμί. Στα χωράφια, οι αγρότες γονατίζουν πάνω στη γη που τους πρόδωσε, που τους διώχνει αντί να τους θρέψει. Σκουριασμένα τρακτέρ, σπασμένα χέρια, βλέμματα σβησμένα. Η γη τους δεν ανήκει πια σ’ αυτούς. Ανήκει στις τράπεζες, στους μεσάζοντες, σ’ αυτούς που αγοράζουν φτηνά τον ιδρώτα τους και τον πουλάνε ακριβά στα ράφια των σούπερ μάρκετ.
Και μέσα στις πόλεις, οι δρόμοι γεμάτοι με σκιές ανθρώπων που ψάχνουν ένα λόγο να συνεχίσουν. Οι άνεργοι, οι χαμένοι, οι ξεχασμένοι. Οι άστεγοι που γίνονται ένα με το πεζοδρόμιο, οι εργαζόμενοι που δουλεύουν σαν σκλάβοι για ψίχουλα, οι συνταξιούχοι που παλεύουν να επιβιώσουν με συντάξεις που μοιάζουν με ανέκδοτο.
Η πείνα δεν είναι απλώς η έλλειψη φαγητού. Είναι η έλλειψη ελπίδας. Είναι το άδειο βλέμμα μιας μητέρας που δεν ξέρει αν αύριο θα έχει να ταΐσει το παιδί της. Είναι η σιωπή ενός πατέρα που καταπίνει την ντροπή του επειδή δεν μπορεί να πληρώσει το νοίκι. Είναι τα δάκρυα που δεν πέφτουν γιατί δεν έμεινε πια τίποτα να κλάψεις.
Και η πολιτική; Πού είναι αυτοί που θα έπρεπε να προστατεύουν το λαό; Πού είναι αυτοί που υποσχέθηκαν πως θα δώσουν λύσεις; Πού είναι οι «σωτήρες» που μας έλεγαν πως θα στηρίξουν τον αγρότη, τον εργάτη, τον άνεργο, το παιδί που μεγαλώνει σε ένα σπίτι χωρίς θέρμανση; Είναι όλοι εκεί που ήταν πάντα: στις θέσεις τους, στις πολυθρόνες τους, στις βίλες τους, στα ακριβά δείπνα τους. Δεν ακούνε. Δεν βλέπουν. Δεν νοιάζονται.
Και εμείς;
Εμείς συνηθίσαμε. Σκύψαμε το κεφάλι. Μάθαμε να ζούμε με την αδικία. Να επιβιώνουμε αντί να ζούμε. Να σωπαίνουμε αντί να φωνάζουμε. Να περιμένουμε το τέλος σαν κάτι αναπόφευκτο.
Αλλά ξέρεις ποιο είναι το χειρότερο; Ότι αυτό είναι το τέλος.
Δεν είναι κάτι που θα έρθει αύριο, δεν είναι ένας εφιάλτης που θα ξυπνήσουμε και θα περάσει. Είναι το τώρα. Είναι η στιγμή που κοιτάς γύρω σου και βλέπεις μια χώρα να σβήνει, ένα λαό να λιγοστεύει, μια κοινωνία να γονατίζει χωρίς να έχει τη δύναμη να ξανασηκωθεί.
Εδώ πεθαίνουμε.
Ή μήπως όχι;
Μήπως υπάρχει ακόμα λίγη φωτιά μέσα μας; Μήπως η οργή μας μπορεί να γίνει κραυγή; Μήπως το τέλος μπορεί να γίνει αρχή;
Αλλά ποιος θα κάνει το πρώτο βήμα; Ποιος θα φωνάξει πρώτος; Ποιος θα σηκωθεί και θα πει ΦΤΑΝΕΙ;
Ή μήπως, τελικά, δεν έμεινε κανείς;
Χρήστος Καραβασίλης
Σχόλια