Ουρλιαχτά που Πνίγηκαν στη Σιωπή
Ουρλιαχτά που Πνίγηκαν στη Σιωπή
Το παιδί κάθεται ακίνητο στη γωνία. Δεν ανασαίνει βαριά, δεν τρέμει. Όχι πια. Αυτά τα έκανε παλιά. Τώρα δεν χρειάζεται. Το σώμα του έχει μάθει να περιμένει.
Το δωμάτιο μυρίζει μούχλα, ιδρώτα και αίμα. Αίμα ξεραμένο, μέσα στις χαρακιές του παλιού ξύλινου πατώματος. Το παιδί ξέρει κάθε μία από αυτές τις χαρακιές. Έχει μετρήσει καθεμιά με τα δάχτυλά του, προσπαθώντας να σκεφτεί κάτι άλλο, οτιδήποτε άλλο, όσο το χέρι που το σπάει πλησιάζει.
Η πόρτα ανοίγει.
Σκιά. Βήματα. Το πάτωμα τρίζει.
Το παιδί δεν σηκώνει τα μάτια. Ξέρει τη σκηνή απ’ έξω. Τη ζει κάθε βράδυ. Το κορμί του ξέρει ακριβώς πόση ώρα θα κρατήσει. Ξέρει πόσο θα πονέσει. Ξέρει πόσο δυνατό θα είναι το πρώτο χτύπημα. Αν θα είναι με το χέρι ή με κάτι σκληρότερο.
Ξέρει ότι το στόμα του δεν πρέπει να βγάλει ήχο. Αν ουρλιάξει, θα είναι χειρότερα. Αν αντισταθεί, θα διαρκέσει περισσότερο. Αν κλάψει, το τέρας θα γελάσει.
Γι’ αυτό σωπαίνει.
Το κορμί του είναι ένα ανοιχτό βιβλίο γραμμένο με μελανιές. Κάποια χτυπήματα έχουν ξεχαστεί, κάποια θα μείνουν για πάντα. Μερικά δεν φαίνονται. Αυτά είναι τα χειρότερα.
Το παιδί κοιτάζει το ταβάνι, και τότε κάνει κάτι που δεν έχει ξανακάνει.
Κλείνει τα μάτια του και φαντάζεται ότι φεύγει. Ότι δεν είναι εδώ. Ότι υπάρχει ένα μέρος όπου κανείς δεν το αγγίζει, κανείς δεν του φωνάζει, κανείς δεν γελάει σαδιστικά καθώς το βλέπει να μαζεύεται στο πάτωμα.
Το μέρος αυτό είναι ζεστό. Είναι ήσυχο. Είναι ειρηνικό.
Και τότε το καταλαβαίνει.
Ο μόνος τρόπος να φύγει… είναι να μην ξυπνήσει ποτέ ξανά.
Ξημερώνει. Το σπίτι ξυπνά. Ο κόσμος έξω συνεχίζει να κινείται. Άνθρωποι πίνουν καφέ, βιάζονται να πάνε στις δουλειές τους, μιλούν για ασήμαντα πράγματα. Κανείς δεν ξέρει ότι, σε ένα σκοτεινό δωμάτιο χωρίς παράθυρα, ένα παιδί πήρε την πιο ήσυχη απόφαση της ζωής του.
Κανείς δεν θα μάθει ποτέ πόσο φώναξε μέσα του πριν σιωπήσει για πάντα.
Μα δεν είναι μόνο ένα παιδί. Είναι χιλιάδες.
Χιλιάδες παιδιά που κοιμούνται με τα μάτια ανοιχτά, που ξυπνούν με τον φόβο να τους σφίγγει το στομάχι. Παιδιά που δεν γελούν, γιατί το γέλιο απαγορεύεται. Παιδιά που δεν αγγίζουν, γιατί το άγγιγμα πονάει. Παιδιά που δεν μιλούν, γιατί η σιωπή είναι η μόνη τους σωτηρία.
Περπατούν ανάμεσά μας. Μερικά πηγαίνουν σχολείο με μακριά μανίκια ακόμα και το καλοκαίρι. Μερικά έχουν μάθει να λένε "έπεσα από τις σκάλες" με τέτοια φυσικότητα, που ακόμα και οι δάσκαλοι σταμάτησαν να ρωτούν.
Άλλα δεν προλαβαίνουν να μεγαλώσουν ποτέ.
Μερικά από αυτά γίνονται πρωτοσέλιδα. Μια μικρή είδηση, δυο αράδες σε μια εφημερίδα. "Τραγικός θάνατος ανηλίκου". "Βρέφος κακοποιήθηκε μέχρι θανάτου". "Ένα ακόμα περιστατικό παιδικής βίας συγκλονίζει τη χώρα".
Διαβάζουμε. Σοκαριζόμαστε. Σχολιάζουμε. Και μετά συνεχίζουμε τη ζωή μας.
Μέχρι το επόμενο.
Γιατί πάντα υπάρχει επόμενο.
Γιατί κανείς δεν κάνει τίποτα.
Γιατί όλοι βλέπουν, αλλά σιωπούν.
Λένε "δεν είναι δική μας δουλειά".
Λένε "δεν μπλέκουμε σε ξένες υποθέσεις".
Λένε "έτσι ήταν πάντα".
Και το δωμάτιο χωρίς παράθυρα συνεχίζει να υπάρχει.
Η πόρτα του ανοίγει κάθε βράδυ, και κάθε βράδυ ένα παιδί πεθαίνει λίγο ακόμα.
Μέχρι να πάψει να είναι παιδί.
Μέχρι να γίνει ένας ενήλικας που δεν έμαθε ποτέ να αγαπά. Που φοβάται τους ανθρώπους. Που κοιτάζει το γκρεμό και αναρωτιέται αν αξίζει να συνεχίσει.
Και τότε, ξαφνικά, το καταλαβαίνουμε.
Αλλά είναι αργά. Πάντα είναι αργά.
Χρήστος Καραβασίλης
Σχόλια